αντιδιαλλάσσομαι

αντιδιαλλάσσομαι
ἀντιδιαλλάσσομαι (Α)
1. ανταλλάσσω αιχμαλώτους
2. (για ιστορικούς) διαφέρω από κάποιον άλλο ως προς την έκθεση των γεγονότων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιδιαλλαξάμενον — ἀντιδιαλλάσσομαι exchange aor part mp masc acc sg ἀντιδιαλλάσσομαι exchange aor part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδιαλλαττόμενοι — ἀντιδιαλλάσσομαι exchange pres part mp masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”